σειροφόρος

σειροφόρος
-ον, Α
βλ. σειραφόρος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • σειροφόρος — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειροφόροι — σειροφόρος masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειροφόρους — σειροφόρος masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σειραφόρος — και ιων. τ. σειρηφόρος και σειροφόρος, ον, Α 1. αυτός που οδηγείται με σχοινί («σειρηφόρον μὲν ἑκατέρωθεν ἔρσενα παρέλκειν [κάμηλον]», Ηρόδ.) 2. (συν. σε συνεκφορά με το ἵππος) άλογο που σύρει την άμαξα μόνο με σχοινί ή λουρί, με το οποίο είναι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”